σταφιδιάζω

σταφιδιάζω
Ν [σταφίδα]
1. (για σταφύλι) ξηραίνομαι, μεταβάλλομαι σε σταφίδα
2. μτφ. (για πρόσ. και πράγμ.) στεγνώνω, ζαρώνω, ρυτιδιάζω, ιδίως λόγω αρρώστιας ή γηρατειών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταφιδιάζω — σταφιδιάζω, σταφίδιασα, σταφιδιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταφιδιάζω — σταφίδιασα, σταφιδιασμένος 1. γίνομαι σταφίδα: Σταφίδιασαν τα σταφύλια. 2. μτφ., ζαρώνω, συρρικνώνομαι: Γέρασε και σταφίδιασε το πρόσωπό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσταφιδώνω — κ. σταφιδιάζω (Α ἀποσταφιδούμαι, όομαι) ξεραίνω τα σταφύλια για να γίνουν σταφίδες …   Dictionary of Greek

  • προσταφιδούμαι — όομαι, Α (για σταφύλια) σταφιδιάζω, γίνομαι σταφίδα πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σταφιδῶ «κάνω σταφίδα ξεραίνοντας το σταφύλι»] …   Dictionary of Greek

  • σταφίδιασμα — το, Ν [σταφιδιάζω] 1. η ωρίμαση τών σταφυλιών και η μεταβολή τους σε σταφίδα 2. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) ζάρωμα, στέγνωμα, ρυτίδιασμα …   Dictionary of Greek

  • stafidă — STAFÍDĂ, stafide, s.f. Boabă uscată şi fără seminţe a anumitor specii de struguri (folosită la prepararea unor mâncăruri şi prăjituri). [var.: strafídă s.f.] – Din ngr. stafídha. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98  STAFÍDĂ s. (reg.)… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”